Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οι σχέσεις

  • 1 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 2 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 3 отношение

    отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
    * * *
    с
    1) η στάση, η συμπεριφορά

    хоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά

    небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία

    бе́режное отноше́ние — η μέριμνα

    2) ( взаимная связь) η σχέση
    3) мн.

    отноше́ния — мн. οι σχέσεις

    дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις

    ••

    в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον

    во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις

    Русско-греческий словарь > отношение

  • 4 раззнакомить

    ρ.σ.μ. χαλώ (κόβω) τις σχέσεις, χωρίζω•

    раззнакомить друзей сплетнями χαλώ τις σχέσεις των φίλων με τα κουτσομπολιά.

    παύω να έχω γνωριμία, κόβω σχέσεις•

    он с ним совсем -лся αυτός έκοψε εντελώς σχέσεις μ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > раззнакомить

  • 5 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

  • 6 взаимоотношения

    взаимоотношения мн. οι αμοιβαίες) σχέσεις
    * * *
    мн.
    οι αμοιβαίες σχέσεις

    Русско-греческий словарь > взаимоотношения

  • 7 добрососедский

    добрососедский φιλικός -ие отношения οι σχέσεις καλής γειτονίας
    * * *

    добрососе́дские отноше́ния — οι σχέσεις καλής γειτονίας

    Русско-греческий словарь > добрососедский

  • 8 дружеский

    дружеский φιλικός; \дружескийие связи οι φιλικές σχέσεις в \дружескийой атмосфере σε φιλική ατμόσφαιρα
    * * *

    дру́жеские свя́зи — οι φιλικές σχέσεις

    в дру́жеской атмосфе́ре — σε φιλική ατμόσφαιρα

    Русско-греческий словарь > дружеский

  • 9 завязать

    завязать, завязывать δένω \завязать галстук δένω τη γραβάτα ◇ \завязать связи συνάπτω σχέσεις \завязать разговор πιάνω κουβέντα
    * * *
    = завязывать

    завяза́ть га́лстук — δένω τη γραβάτα

    ••

    завяза́ть свя́зи — συνάπτω σχέσεις

    завяза́ть разгово́р — πιάνω κουβέντα

    Русско-греческий словарь > завязать

  • 10 рвать

    рвать 1) (разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω 2) (срывать ) κόβω, μαζεύω (цветы и т. л.) 3) (прекращать) σταματώ· κόβω, διακόπτω· \рвать отношения διακόπτω τις σχέσεις
    * * *
    1) ( разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω
    2) ( срывать) κόβω, μαζεύω (цветы и т. п.)
    3) ( прекращать) σταματώ; κόβω, διακόπτω

    рвать отноше́ния — διακόπτω τις σχέσεις

    Русско-греческий словарь > рвать

  • 11 связь

    связь ж 1) (телеграфная и т. л.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία (сообщение)· телефонная \связь η. τηλεφωνική επικοινωνία 2) (отношения) о δεσμός, η σχέση; культурные \связьи οι πνευματικές σχέσεις ◇ в \связьй с... σχετικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)
    * * *
    1) (телеграфная и т. п.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία ( сообщение)

    телефо́нная связь — η τηλεφωνική επικοινωνία

    2) ( отношения) ο δεσμός, η σχέση

    культу́рные связи — οι πνευματικές σχέσεις

    ••

    в связи́ с... — σχετικά με…; με την ευκαιρία... ( по случаю)

    Русско-греческий словарь > связь

  • 12 деловой

    делов||ой
    прил
    1. ὑπηρεσιακός, τῶν ὑποθέσεων/ ἐμπορικός (торговый):
    \деловойые отношения οἱ ὑπηρεσιακές σχέσεις, οἱ ἐμπορικές σχέσεις· \деловойая корреспонденция ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία· \деловой разговор ἡ σοβαρή συζήτηση, ἡ συζήτηση γιά ὑπόθεση·
    2. (дельный) πρακτικός, θετικός, τής δουλείας:
    \деловой подход ἡ πρακτική ἀντιμετώπιση.

    Русско-новогреческий словарь > деловой

  • 13 знаться

    знаться
    несов (с кем-л.) разг σχετίζομαι, ἔχω σχέσεις:
    он ни с кем не желает \знаться δέν θέλει νδχει σχέσεις μέ κανένα

    Русско-новогреческий словарь > знаться

  • 14 короткий

    коро́тк||ий
    прил βραχύς, σύντομος:
    \короткий ответ ἡ λακωνική ἀπάντηση· \короткий путь ὁ σύντομος δρόμος· \короткийое дыхание τό λαχάνιασμα· \короткийие волосы τά κοντά μαλλιά· \короткийая волна радио τό βραχύ κϋμα· \короткийое замыкание эл. τό βραχυκύκλωμα· ◊ \короткийая память ἡ ἀδύνατη μνήμη· \короткийая расправа ἡ ΥΡήγορη τιμωρία· \короткийое знакомство ἡ στενή γνωριμία, οἱ φιλικές σχέσεις· быть с кем-л. на \короткийой ноге разг 'έχω στενές σχέσεις μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > короткий

  • 15 связь

    связ||ь
    ж
    1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση [-ις], τό ἀλληλένδετο[ν], ἡ ἀλληλουχία:
    взаимная \связь ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная \связь филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· \связь теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в \связья с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в э́той \связьи... σέ σχέση μ' αὐτό.
    2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):
    дру́жеская \связь ὁ φιλικός δεσμός· родственные \связьи οἱ συγγενικοί δεσμοί· культу́рные \связьи οἱ πολιτιστικές σχέσεις·
    3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·
    4. \связьи мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:
    пустить в ход свой \связь χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·
    5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:
    средства \связьи μέσα ἐπικοινωνίας· служба \связьи ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων
    6. воен. ἡ διαβίβαση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > связь

  • 16 сношение

    сношени||е
    с
    1. ἡ σχέση, ἡ ἐπικοινωνία:
    дипломатические \сношениея οἱ διπλωματικές σχέσεις· прерывать с кем-л, \сношениея διακόπτω τίς σχέσεις μέ κάποιον
    2. мед. ἡ συνουσία-

    Русско-новогреческий словарь > сношение

  • 17 короткий

    επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, коротко
    κ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.
    1. κοντός, βραχύς•

    -ие ноги κοντά πόδια•

    -ие волосы μικρά μαλλάκια•

    платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•

    -ие брюки κοντό παντελόνι•

    короткий путь κοντινός δρόμος•

    -ое дыхание λαχάνιασμα•

    -ое пальто κοντό πανωφόρι.

    || χαμηλός•

    -ая трава χαμηλά χόρτα.

    2. σύντομος• μικρός•

    зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•

    короткий срок σύντομη προθεσμία•

    короткий разговор σύντομη συνομιλία.

    || γρήγορος, απότομος•

    удар απότομο χτύπημα.

    || συνοπτικός•

    -ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).

    3. στενός, φιλικός•

    -ие отношения στενές σχέσεις•

    -ое знакомство γνωριμία από κοντά.

    εκφρ.
    - ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•
    - ая память – βραχεία μνήμη•
    руки коротки у тебяκ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•
    короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•
    в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•
    на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > короткий

  • 18 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 19 обострить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обостренный, βρ: -рен, -рена, -рею
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω•

    зрение οξύνω την όραση.

    || επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκτραχύνω•

    обострить противоречия οξύνω τις αντιθέσεις•

    обострить разногласия οξύνω τις διαφωνίες•

    обострить отношения εκτραχύνω τις σχέσεις.

    1. οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός.
    2. οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος•

    зр-ние -лось η όραση οξύνθηκε.

    || επιδεινώνομαι, χειροτερεύω εκτραχύνομαι•

    положение -лось до крайности η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έπακρο•

    болезнь -лась η αρρώστεια χειροτέρεψε•

    отношения -лись οι σχέσεις οξύνθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > обострить

  • 20 порвать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порванный, βρ: -ван, -а, -о
    1. ξεσχίζω.
    2. κόβω, διακόπτω• παραλύω•

    порвать связь противника с тылом κόβω τη σύνδεση του εχθρού με τα μετόπισθεν.

    3. μτφ. σταματώ, παύω να έχω•

    порвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. σχίζω (για όλα, πολλά).
    5. αποκόπτω•

    порвать цветов κόβω λουλούδια.

    1. (ξε)σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο σχίστηκε.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε•

    его голос -лся η φωνή του κόπηκε.

    3. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > порвать

См. также в других словарях:

  • σχέσεις ανθρώπινες — Τεχνικός όρος κατά μετάφραση από το αγγλικό human relations, που χαρακτηρίζει το σύνολο των ψυχολογικών και κοινωνικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις των καπιταλιστικών κρατών, για να επιτύχουν αρμονικότερη προσαρμογή μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • σχέσεις δημόσιες — Τεχνικός όρος από το αγγλικό public relations, που χαρακτηρίζει το σύνολο των εργασιών πληροφόρησης και προσανατολισμού για τα συστήματα οργάνωσης και παραγωγής των επιχειρήσεων. Οι ειδικοί στον οικονομικό αυτό τομέα που λέγονται «επί των… …   Dictionary of Greek

  • σχέσεις — σχέσις state fem nom/voc pl (attic epic) σχέσις state fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταθετικές σχέσεις — Θεμελιώδεις σχέσεις στην κβαντομηχανική, που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των διαδοχικών επιδράσεων πάνω στην κυματική συνάρτηση. Αν δοθούν δύο τελεστές Α και Β, τότε το γινόμενο (ΑΒ) ορίζεται ως η πράξη της διαδοχικής εφαρμογής πρώτα του Β και… …   Dictionary of Greek

  • διεθνείς σχέσεις — Το σύνολο των σχέσεων που αποτελούν προϊόν της διεθνούς επικοινωνίας και των διεθνών συναλλαγών, καθώς επίσης και των διεθνών πολιτικοκοινωνικών συνεννοήσεων, επιρροών και συμμαχιών. Η τάση και η ανάγκη για διεθνή επικοινωνία και δ.σ. εμφανίστηκε …   Dictionary of Greek

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»